- κρίνῃς
- κρί̱νῃς , κρίνωseparateaor subj act 2nd sgκρί̱νῃς , κρίνωseparatepres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίνης — κρί̆νης , κρίνω separate aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοκρινής — ές (για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο) * + κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο κρινής, ειλικρινής (ειλι κρινής (< … Dictionary of Greek
μεσοκρινής — μεσοκρινής, ές (Α) 1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση 2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κρινής (< κρίνω),… … Dictionary of Greek
φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… … Dictionary of Greek
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek
Ενιππέα, δήμος — Νέος δήμος (4.586 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Γεωργίου, Βασιλή, Κατωχωρίου, Κρίνης, Μεγάλου Ευυδρίου, Πολυνερίου, Σταυρού και Υπερείας, οι οποίες καταργήθηκαν.… … Dictionary of Greek